παιδοφόντης

παιδοφόντης
παιδο-φόντης, ου, ,
A = παιδοφονεύς, Ph.2.581.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιδοφόντης — παιδοφόντης, ὁ (Α) αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρο φόντης] …   Dictionary of Greek

  • παιδοφόνται — παιδοφόντης masc nom/voc pl παιδοφόντᾱͅ , παιδοφόντης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”