- παιδοφόντης
- παιδο-φόντης, ου, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδοφόντης — παιδοφόντης, ὁ (Α) αυτός που φονεύει παιδιά, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. ανδρο φόντης] … Dictionary of Greek
παιδοφόνται — παιδοφόντης masc nom/voc pl παιδοφόντᾱͅ , παιδοφόντης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)